ηλύγη

ηλύγη
ἠλύγη, ἡ (Α)
1. η σκιά
2. φρ. «δίκης ἠλύγη» — οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός τού αρχικού φθόγγου η-, το ηλύγη έχει το υ βραχύ. Το -η- θεωρείται, εξάλλου, από πολλούς συνδετικό φωνήεν τού α' με το β' συνθετικό στο συνηθέστερα εμφανιζόμενο σύνθετο ρ. επηλυγάζομαι «τοποθετώ στη σκιά, κρύβω, τυλίγω» (επ-η-λυγάζομαι κατά τα επ-ή-βολος, επ-η-ετανός). Στην περίπτωση αυτή το ηλύγη θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παράγωγο. Επιχειρήθηκε ακόμη η σύνδεση του με το λιθ. liugas, το ρωσ. luža και το αλβ. legate, όλα με τη σημασία «βάλτος, έλος».
ΠΑΡ. (επ)ηλυγάζομαι, ηλυγαίος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἠλύγη — ἀλύσσω to be uneasy aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) ἠλύγη shadow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγη — λύγη, ἡ (Α) σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῑς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός τού… …   Dictionary of Greek

  • лужа — укр. лужа, др. русск. лужа, словен. luža, чеш. lоužе, др. чеш. lužě лужа, болото , в. луж., н. луж. ɫužа – то же. Праслав. *lougi̯ā родственно лтш. lugа студенистая болотистая масса в зарастающих озерах , lugava плохая, слякотная осенняя погода …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ήλυξ — ἦλυξ, υγος, ὁ (Α) η ηλύγη* …   Dictionary of Greek

  • ηλυγάζω — ἠλυγάζω και ἠλιγίζω (Α) [ηλύγη] (μόνο εν συνθέσει, επηλυγάζω*) επισκιάζω …   Dictionary of Greek

  • ηλυγαίος — ἠλυγαῑος, α, ον (Α) [ηλύγη] σκιερός, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • ηλύγιος — ἠλύγιος, ον (Α) [ηλύγη] (κατά τον Ησύχ.) σκιερός, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • ἠλύγην — ἀλύσσω to be uneasy aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀλύσσω to be uneasy aor ind pass 1st sg (attic epic ionic) ἠλύγη shadow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”